ιπποφορβείο

ιπποφορβείο
το [ιπποφορβεύς]
χώρος όπου έχει εγκατασταθεί κτηνοτροφική μονάδα εξειδικευμένη στην αναπαραγωγή ίππων, στη βελτίωση τού είδους και στη δημιουργία νέων ποικιλιών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιπποφορβείο — το ιπποτροφείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • ιπποτροφείο — το (Α ἱπποτροφεῑον) [ιπποτρόφος] τόπος όπου συντηρούνται ίπποι για αναπαραγωγή και βελτίωση τού είδους, ιπποφορβείο …   Dictionary of Greek

  • Απάμεια — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Η Φαρνάκη της Συρίας, που ονομάστηκε έπειτα Πέλλα από τους πρώτους Μακεδόνες και αργότερα Α. από το όνομα της συζύγου του Σέλευκου A’ του Νικάτορα. Ήταν το δεύτερο σημαντικό κέντρο της Συρίας, μετά την Αντιόχεια, με… …   Dictionary of Greek

  • Στουτγάρδη — (Stuttgart). Πόλη (570.699 κάτ.) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, πρωτεύουσα του κρατίδιου Μπάντεν Βύρτεμπεργκ (35.751 τ. χλμ., 9.618.696 κάτ.). Βρίσκεται πάνω στο Νέκαρ, παραπόταμο του Ρήνου, σε ελαφρά λοφώδη περιοχή που έχει ακόμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”